- πολύλημμα
- το, Νσυλλογισμός που αποτελείται από πολλά λήμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λήμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύλημμα — το, ατος (λογ.), συνδυασμός υποθετικού και διαζευτικού συλλογισμού με περισσότερα από δυο λήμματα (εκδοχές) που έχει πειστική δύναμη ως επιχείρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)